- φλορίνι
- τοβλ. φιορίνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλορίνι — και φλορίνιο και φλωρίνι, το, Ντο φιορίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. florin < λατ. flos, floris, «άνθος», λόγω τού ότι τα πρώτα φλορίνια είχαν στη μία όψη τους τον κρίνο, δηλαδή το σύμβολο τής Φλωρεντίας] … Dictionary of Greek
φιορίνι — το, Ν 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά στην Φλωρεντία στα μέσα τού 13ου αιώνα 2. (σήμερα) νομισματική μονάδα τής Ολλανδίας, τής Ουγγαρίας κ.ά. χωρών, αλλ. φλορίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fiorin < ιταλ. fiorino (βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
φλορίνιο — το, Ν βλ. φλορίνι … Dictionary of Greek
φλωρίνι — το, Ν βλ. φλορίνι … Dictionary of Greek
φιορίνι — φιορίνι, το και φλορίνι, το (λ. ιταλ.) 1. χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που κόπηκε πρώτη φορά στη Φλωρεντία στα μέσα του 13ου αι., διαδόθηκε έπειτα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 2. ως το 2001 η κύρια νομισματική μονάδα της Oλλανδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)